- κυνοκεφάλου
- κυνοκέφαλοςdog-headedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρίλλος — ο ζωολ. ονομασία τού κυνοκεφάλου πιθήκου … Dictionary of Greek
κυνοκεφαλιστί — (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο τού κυνοκεφάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνοκέφαλος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. βαρβαρ ιστί, ιππ ιστί)] … Dictionary of Greek
ουσία — Κάτι που πραγματικά υπάρχει. Λέγεται επίσης και για κάτι που ικανοποιεί τη γεύση (το ψωμί χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία). Ως σύνθετη, η λέξη έχει διάφορες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, περιουσία. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά… … Dictionary of Greek